- Καβούρ, Καμίλο Μπένσο, κόμης ντε-
- (Camillo Bensoconte di Cavour, Τορίνο 1810 – Ρώμη 1861). Ιταλός πολιτικός, πρωτεργάτης της ιταλικής ενοποίησης. Ο Κ. καταγόταν από αρχοντική και πλούσια οικογένεια του Πεδεμοντίου (Πιεμόντε). Eγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία (1831) και αποσύρθηκε στα κτήματά του στο Λέρι, κοντά στο Βερτσέλι. Διάβαζε πολύ, ενδιαφερόταν για την αγρονομία και τα εμπορικά προβλήματα, ενώ επισκέφθηκε την Ελβετία, τη Γαλλία και την Αγγλία, προκειμένου να μελετήσει επιτόπου τις ανεπτυγμένες οικονομίες αυτών των χωρών. Την ίδια περίοδο συστηματοποίησε και τις πολιτικές αντιλήψεις του. Ως ευφυής συντηρητικός, έστρεψε την προτίμησή του σε ένα πρακτικό συνταγματικό σύστημα, συγγενές προς το αγγλικό. Ο Κ. θεωρούσε ότι οι ελεγχόμενες πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες ήταν μέσο με το οποίο θα μπορούσε να ενισχύσει τη μοναρχία του Πεδεμοντίου και να πραγματοποιήσει την ενοποίηση της Ιταλίας γύρω από τη δυναστεία της Σαβοΐας.
Για τη διάδοση των ιδεών του ίδρυσε το 1847 την εφημερίδα Risorgimento. Η ονομασία αυτή, που αρχικά χαρακτήριζε το πρόγραμμα του K., έμεινε ως ορισμός της παλινόρθωσης της Ιταλίας, της οποίας ήταν πρωτεργάτης. Το Risorgimento συνδέεται ευρύτατα με τη σταδιοδρομία του Κ.
Στις 18 Μαρτίου 1848, όταν ξέσπασε η αντιαυστριακή εξέγερση στο Μιλάνο, με την είδηση της έκρηξης της Παρισινής επανάστασης του Φεβρουαρίου, ο Κ. παρότρυνε τον Κάρολο-Αλβέρτο του Πεδεμοντίου να επέμβει. Μετά την επανάσταση, που έληξε άλλωστε με την ήττα του Πεδεμοντίου, ο Κ. εξελέγη βουλευτής (Ιούνιος 1848). Τον Οκτώβριο του 1850 ανέλαβε το υπουργείο Γεωργίας και Εμπορίου σε συντηρητική κυβέρνηση. Έπειτα έγινε υπουργός Οικονομικών και διαπραγματεύτηκε συμφωνία μεταξύ των μετριοπαθών της δεξιάς του κέντρου, της οποίας ήταν αρχηγός, και των ριζοσπαστών της αριστεράς του κέντρου. Με την ένωση των δυνάμεων του κέντρου ιδρύθηκε, τον Νοέμβριο του 1852, το Μεγάλο Υπουργείο, του οποίου έγινε πρωθυπουργός. Το πρόγραμμα του Κ. στόχευε στην εξάλειψη των συνεπειών της ήττας, στην αναγέννηση της χώρας, στην εκδίωξη των Αυστριακών από τη Λομβαρδία-Βενετία και στην πραγματοποίηση της ενότητας της Ιταλίας γύρω από το Πεδεμόντιο.
Παράλληλα με την πολιτική δράση του, ο Κ. επεδίωκε να αναπτύξει στο Πεδεμόντιο μια σύγχρονη οικονομία. Έτσι, χαράχτηκαν νέοι δρόμοι, σιδηρόδρομοι και διώρυγες, κατασκευάστηκαν ναυπηγεία και ο στρατός ενισχύθηκε. Προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα, δεν δίστασε να θίξει τα οικονομικά προνόμια του κλήρου, αδιαφορώντας για τον αφορισμό του (1855). Όσον αφορά τον εξωτερικό τομέα, εφάρμοσε πολιτική ελεύθερων εμπορικών ανταλλαγών για να εξασφαλίσει τη συμπάθεια της Γαλλίας και της Αγγλίας. Έτσι, το 1855 μπόρεσε να στείλει τα ιταλικά στρατεύματα μαζί με τα αγγλικά και τα γαλλικά στο μέτωπο της Κριμαίας για τη λύση του Ανατολικού ζητήματος. Χάρη στη συμμετοχή του αυτή απέκτησε το δικαίωμα να θέσει για πρώτη φορά διπλωματικά στην Ευρώπη το ιταλικό ζήτημα στο συνέδριο του Παρισιού (1856). Ύστερα από αυτά τα συμβάντα, η κυβέρνηση του Κ. αποτέλεσε την ελκτική δύναμη όλων των Ιταλών πατριωτών, από τους φιλελεύθερους έως τους μετριοπαθείς, τους ομοσπονδιακούς, τους τοπικιστές και τους δημοκρατικούς. Αυτή η σιωπηρή εθνική ένωση ώθησε τον Κ. να συνεννοηθεί με τον Ναπολέοντα Γ’ στην Πλομπιέρ (21 Ιουλίου 1858) και να αρχίσει, παρά την έκπληξη της γαλλικής κυβέρνησης και την εχθρότητα της αγγλικής, τον δεύτερο αγώνα της ανεξαρτησίας. Η ξαφνική εκεχειρία στη Βιλαφράνκα (8 Ιουλίου 1859) οδήγησε τον Κ. σε παραίτηση. Επειδή όμως φοβήθηκε ότι μια ρήξη με το Παρίσι και το Λονδίνο θα έβλαπτε το ιταλικό ζήτημα, επέστρεψε στην πρωθυπουργία (Ιανουάριος 1860) και προκήρυξε τα δημοψηφίσματα για την προσάρτηση της Τοσκάνης και του δουκάτου της Πάρμα και της Μοντένα. Ωστόσο, δεν μπόρεσε (και δεν θέλησε) να εμποδίσει την Εκστρατεία των Χιλίων και, μετά την άφιξη του Γκαριμπάλντι στο Παλέρμο, κατόρθωσε να υποτάξει τους σκοπούς της εκστρατείας στις πολιτικές απαιτήσεις του βασιλείου της Σαρδηνίας. Με σκοπό να αποτρέψει μια επίφοβη δημοκρατική λύση στο βασίλειο των Δύο Σικελιών και να εξισορροπήσει τον θρίαμβο του Γκαριμπάλντι, σχεδίασε την εισβολή στις Μάρκες, στην Ουμβρία και στην Αβρούζια. Με τη συνάντηση του βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ B’ και του Γκαριμπάλντι στο Τεάνο και με το δημοψήφισμα της νότιας Ιταλίας (14 Μαρτίου 1861) μπόρεσε να ανακηρύξει το βασίλειο της Ιταλίας (17 Μαρτίου). Πέθανε, ενώ ονειρευόταν την απελευθέρωση της Ρώμης και της Βενετίας.
Ο Καμίλο Μπένσο Καβούρ θεωρείται ο σημαντικότερος πολιτικός της νεότερης Ιταλίας.
Dictionary of Greek. 2013.